- στάντσα
- και στάντζα, η, Ν(διαλ. τ.) στροφή ποιήματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σονέτο — Ποιητική σύνθεση (από το προβηγκιανό sonet, τραγουδάκι, με μετρική δομή που αντιστοιχεί πραγματικά σε μουσικό σχήμα). Αποτελείται από δεκατέσσερις εντεκασύλλαβους στίχους, που υποδιαιρούνται συνήθως σε δύο τετράστιχα και δύο τρίστιχα (υπάρχει… … Dictionary of Greek
στάντζα — η, Ν βλ. στάντσα … Dictionary of Greek